Πόρτο Αλέγκρε — (Porto Alegre). Πόλη της νότιας Βραζιλίας, πρωτεύουσα της ομόσπονδης Πολιτείας Ρίο Γκράντε ντο Σουλ. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της Λαγκόα ντος Πάτος και στην αριστερή (ανατολική) όχθη του ποταμόκολπου του Ρίο Γκουαΐμπα και συνδέεται… … Dictionary of Greek
Πόρτο ή Οπόρτο — (Porto–σωστή προφορά Πόρτου– ή Oporto). Πόλη της βορειοδυτικής Πορτογαλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου διοικητικού διαμερίσματος (2.395 τ. χλμ.). Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Δούρου, λίγο πριν από τις εκβολές του στον Ατλαντικό, στη συμβολή μερικών… … Dictionary of Greek
πόρτο — το, Ν άκλ. το λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. porto < λατ. portus «λιμάνι»] … Dictionary of Greek
πόρτο — το (λ. ιταλ.) 1. λιμάνι. 2. είδος κρασιού από την Πορτογαλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πόρτο Γερμενό — Bλ. λ. Αιγόσθενα … Dictionary of Greek
Πόρτο Κάγιο — Πολύ μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Πόρτο Λάγο — Όρμος της Θράκης στο νομό Ξάνθης, γνωστός και με την ονομασία Βιστονία … Dictionary of Greek
Πόρτο Λεόνε — Ονομασία του Πειραιά μετά την τουρκοκρατία … Dictionary of Greek
Πόρτο Σαν Τζόρτζιο — (Porto San Giorgio). Ιταλική μικρή παράλια πόλη στην Αδριατική ακτή, σπουδαιότατο αλιευτικό κέντρο. Το Π.Σ.Τ. έχει ανθηρότατο τουρισμό, κυρίως για τις ωραίες ακρογιαλιές του. Άσημο χωριό άλλοτε, άρχισε να αναπτύσσεται τον 11o αι., οπότε και… … Dictionary of Greek
Πουέρτο Ρίκο ή Πόρτο Ρίκο — Νησί της Κεντρικής Αμερικής στις Μεγάλες Αντίλλες, που βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Β και από την Καραϊβική θάλασσα στα Ν· στα Δ χωρίζεται από τα νησιά Ισπανιόλα (ή Αϊτή) μέσω της Διόδου Μόνα (ή διώρυγας της Μόνα).Έχει έκταση 9.103 τ.… … Dictionary of Greek